- ἑδραῖοι
- ἑδραῖοςsittingmasc nom/voc plἑδραῖοςsittingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑδραιοῖ — ἑδραιόω make stable pres ind mp 2nd sg ἑδραιόω make stable pres opt act 3rd sg ἑδραιόω make stable pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek
κυστοειδή — (cystoidea). Ομοταξία κρινοειδών εχινοδέρμων που έχει εκλείψει. Ήταν ζώα με σφαιρικό εξωσκελετό, αποτελούμενο από πολυάριθμες –ασύμμετρα τοποθετημένες– ασβεστολιθικές πλάκες (πινακίδια), οι οποίες ήταν διάτρητες από μικροσκοπικούς πόρους, που… … Dictionary of Greek